27.1.08

Ντου γιου φιλ λαϊκ πανκ? (ή Η ιστορια του Γιωργου)

Στα τέλη της δεκαετίας του '60 γεννήθηκε στο χωρίο Ομόνοια , κάπου στην κεντρική Ελλάδα, ένα πανέμορφο αγοράκι, 4.5 περίπου κιλά. Ο Γιωργάκης. Ο Γιωργάκης απ'τις πρώτες κιόλας ώρες της ζωής του φαινόταν πως δεν θα είναι σαν τα άλλα παιδάκια. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του είχε μια συμπεριφορά -πώς να το πούμε- πιο ελαφρά, η συγκέντρωσή του ήταν αδύναμη, ο κώλος του ούτε μια στιγμή κάτω. Συνέχεια σε κίνηςη , κάπως αφελής, επιθετικός και πάντα εριστικός. Συχνά πυκνά και ο πατέρας του και ο δάσκαλος και ο παπάς τον κάνανε ασήκωτο στο ξύλο.
Πολύ σύντομα ο Γιώργης ανεβοκατέβαινε τον κντρικό δρόμο μπροστά από το σχολείο και την κεντρική πλατεία του χωριού. Κάθε ατασθαλία, κάθε αδικία, κάθε απλυτο το εβγαζε στη φόρα, έβριζε και τον δασκαλο και τον παπά και τον πατέρα και τον δήμαρχο και κάθε χωριανό τον έβαζε στη θέση του με λόγια κοφτερά. Αυτόν τον καιρό και μόνο η σκέψη μίας συνάντησησ με τον Γιώργη, έφερνε τρόμο στους χωριανούς και κυρίως όσων η φωλιά τους ήταν λερωμένη. ΜΕτον καιρό κάποιοι, αρκετοι θα λέγαμε, άρχισαν να βρίσκουν μια γοητεία στον Γιώργη:"Θέλει τσαμπουκά να τα λες έξψ από τα δόντια, είναι δύσκολο να γίνεις Γιώργης" λέγανε στις συζητήσεις, "στα μάτια σου ζει ένας Γιώργης , είσαι επαναστάτης", άκουγες, " ένας ευαίσητος άνθρωπος του χωριού μας" γράφανε σε εφημερίδες για προτοποριακούς ποιητές, άλλοι πάλι τον είχανε στα λόγια τους σαν απειλη "ένας Γιώργης σου χρειάζεται να σε στολίσει να σου πώ εγώ" φώναζαν σε καυγάδες. Όλοι σίγουροι πως αυτό που μοιάζει με τρέλα είναι η ιδιοφυϊα του. ΠΕρνώντας τα χρόνια η φήμη του γιγαντώθηκε -μόλις άρχισε να τελειώνει η εφηβεία του και αφού κανένας δεν του είχε γλιτώσει- ήταν σχεδόν μύθος. Παιδιά σε όλη την γύρω περιοχή ήθελαν να γίνουν σαν τον Γιώργη. Έφτιαχναν γαμάδια σε κύκλο στους τοίχους και τα θρανία τους. Ο Γιώργης συνέχιζε ακάθεκτος πάνω κάτω τον ίδιο δρόμο.. και δώστου βρισιές και δώστου σχόλια και κράξιμο και σε κάποιους ροχάλες, πλέον όμως είχε φτιάξει με το μυαλό του και έξτρα λόγους για επίθεση: Τον κυρ Θανάση με την κοιλιά τον έλεγε δεξιοκοιμητή γιατί κοιμόταν από τη δεξιά πλευρά του κρεβατιού του- τον μπαρμπα Θόδωρα τον έλεγε κοψοκάρβελο, γιατί έκοβε τη γωνία από τη φρατζόλα όταν την έπαιρνε από το φούρνο- αυτόν τον έφτυνε, μια φορά τον είχε κλωτσήσει και στα αχαμνά- και άλλα τέτοια ακάληπτα έλεγε για τον καθένα, όσο περνούσε ο καιρός οι χωριανοί σιγουρέυονταν πως δεν ήταν ιδιοφυής αλλά τρελός, και ο Γιώργος απο Γιώργης έγινε Τρελογιώργης, η φήμη του άρχισε να εξασθενίζει -αλλά όχι να χάνεται- όσοι ήταν ακόμα ποιστοί σε αυτόν κάνανε μεγαλύτερα γαμάδια σε κύκλο ενώ πλέον γράφανε και διάφορα απο τα ρητά του: ¨ΕΞΩ ΟΙ ΚΟΨΟΚΑΡΒΕΛΟΙ" "ΠΙΣΩ ΔΕΞΙΟΚΟΙΜΗΤΕΣ" "ΙΔΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ, ΔΕΞΙΟΚΟΙΜΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΨΟΚΑΡΒΕΛΟΙ" και άλλα τέτοια ακατάληπτα. Σύντομα μια συνάντηση με τον τρελογιώργη μπορούσε να αποτελέσει αστείο και ευκαιρία για δούλεμα, για κάποιους : " Που 'σαι Γιώργη με τα ωράια σου" άκουγες συχνά, ενώ τα σχόλια του μπορούσαν να γίνουν πολύ καλή τροφή για κουβέντα στο καφενείο: "Που σαι Θαναση δεξιοκοιμητή" ή "τρώγε τη γωνία απο το ψωμί μη σε δεί ο τρελογιώργης, χαχαχα" λέγανε και γελούσανε. Συνήθως όμως εξοργιζονταν: "άντε ρε τρελογώργη, τράβα απο δώ" ή "αντε γαμήσου ρε τρελογιώργη με τις μαλακίες σου" φώναζαν. Τριαναπέντε χρονων πια ο τρελογιώργης είχε καταντήσει για όλο το χωριό βαρετός, γραφικός και προβλεπόμενος. ΠΕρνούσαν από τον κεντρικό δρόμο και ενώ αυτός έδινε τον καλύτερό του εαυτό, στο εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια επαναλαμβανόμενο παιχνιδάκι του, βρίζοντας και φωνάζοντας στουσ πάντες, οι πάντες περνούσαν τελείως αδιάφοροι, όλοι είχανε μάθει τα στέκια του και τα βίτσια του, κάνανε την ανάλογη μανούβρα και έτσι έυκολα και χωρίς πολλά πολλά προσπερνούσαν - όσοι είχανε κάνει έστω και ένα γαμάδι στο παρελθόν τον κοιτούσαν είτε αναπολώντας είτε με ντροπή για το παρελθόν τους και την κάνανε όσο πιο γρήγορα μπορούσανε. Οι πιο τακτικοί του δρόμοου λέγανε "όχου μωρέ, κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια" , "γάμησε μας ρε Γιώργη καθε μερα..." με οίκτο και βαρεμάρα. Οι πιο συμπονετικοί του λέγανε: "Γιώργη παιδί μου, ηρέμησε πια" ή "Γιώργη μου, κάτσε παιδί μου, μεγάλωσες" ακόμα και οι χειρότεροι.. ο παπάς , ο πατέρας του και ο δάσκαλος μπορούσαν να τον συμπονούνε -και πιο πολύ το κάνανε για εκδίκηση- πέντε χρόνια αργότερα ο Γιώργης έβαλε όλη του τη δύναμη και το πάθος , έλεγε τις περισσότερες βρισιές, φώναζε πιο δυνατά παρα ποτέ, έκραζε τους πάντες και τα πάντα, είχε ξεφύγει τελείως. Αφροίαπό το στόμα του, φτυσιές και κραυγές, γκριμάτσες και χειρονομίες προς όλους, όμως ο καιρός είχε φτάσει, 40 χρόνια ό,τι και αν έκανε ήταν πια αναμενόμενος, δεν σόκαρε, δεν έλεγε τίποτα καινούριο, τα ακατάληπτα του είχανε γίνει εμμονή, δεν ήταν απρόβλεπτος, καθόλου απρόβλεπτος.. 40 χρόνια είχε πια συμβεί δυστυχώς το χειρότερο: ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ ΕΓΡΑΦΕ ΣΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΤΟΥ. .. Το μόνο που τον θύμιζε ήταν τα γαμάδια στους τοίχους..


ΥΓ. Είμαι απο αυτούς που δεν μετάνιωσαν ποτέ για τα γαμάδια που φτάξανε στους τοίχους, ούτε και τα αναπολώ. Το μόνο που θέλω είναι ο τρελογιώργης να γίνει πάλι Γιώργης και να τροχίσει τα λόγια του που ακόμη κόβουν σαν ξυράφι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: